- εγκολπώνομαι
- εγκολπώθηκα, εγκολπωμένος, μτβ.1. παίρνω κάτι στην αγκαλιά μου ή στις τσέπες μου, το αγκαλιάζω ή το τσεπώνω: Εγκολπώθηκε κρυφά τα 100 ευρώ.2. μτφ., αποδέχομαι με ευχαρίστηση, ενστερνίζομαι: Εγκολπώθηκε τις σοσιαλιστικές ιδέες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.