εγκολπώνομαι

εγκολπώνομαι
εγκολπώθηκα, εγκολπωμένος, μτβ.
1. παίρνω κάτι στην αγκαλιά μου ή στις τσέπες μου, το αγκαλιάζω ή το τσεπώνω: Εγκολπώθηκε κρυφά τα 100 ευρώ.
2. μτφ., αποδέχομαι με ευχαρίστηση, ενστερνίζομαι: Εγκολπώθηκε τις σοσιαλιστικές ιδέες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εγκολπώνομαι — εγκολπώνομαι, εγκολπώθηκα, (σπάν.) εγκολπωμένος βλ. πίν. 4 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εγκολπώνομαι — (AM ἐγκολπῶ, όω) τοποθετώ στον κόλπο μου, στο στήθος ή στις τσέπες μου μσν. νεοελλ. ενστερνίζομαι, αποδέχομαι ανεπιφύλαχτα («εγκολπώνομαι τις νέες ιδέες», «τὴν θείαν ἀγάπην ἐγκολπωσάμενοι») αρχ. 1. (για ακτή) σχηματίζω κόλπους 2. φουσκώνω τα… …   Dictionary of Greek

  • νεωτερίζω — (ΑΜ νεωτερίζω) [νεώτερος] επιχειρώ κάτι το καινούργιο, επιφέρω νεωτερισμούς και καινοτομίες («τὸ μὴ νεωτερίζειν περὶ γυμναστικὴν καὶ μουσικήν», Πλάτ.) νεοελλ. ασπάζομαι νεώτερες αντιλήψεις γύρω από ένα ζήτημα, εγκολπώνομαι νέα συστήματα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”